Scroll Top
ΚΝΗΣΜΟΣ

Ο κνησμός είναι ένα συνηθισμένο σύμπτωμα στο γενικό πληθυσμό. Εμφανίζεται στα πλαίσια πολλών δερματικών και συστηματικών νοσημάτων. Για τον πάσχοντα είναι ένα βασανιστικό πρόβλημα που επηρεάζει ουσιαστικά την ποιότητα ζωής του. Κάθε μορφή κνησμού πρέπει να αξιολογείται και να αντιμετωπίζεται εντελώς εξατομικευμένα, λόγω της διαφορετικής πιθανής προέλευσης του.

Χρόνιος χαρακτηρίζεται ο κνησμός που διαρκεί περισσότερο από 6 εβδομάδες. Κνησμός ονομάζεται η αίσθηση που προκαλεί σε κάποιον την επιθυμία να ξυθεί. Στους ασθενείς με μη-καθορισμένη υποκείμενη νόσο χρησιμοποιείται ο όρος «κνησμός αγνώστου προελεύσεως» ή «κνησμός μη-καθορισμένης προέλευσης».

Σύμφωνα με την IFSI (International Forum on the Study of Itch) η αιτιολογία ταξινομείται σε I«δερματολογική», II«συστηματική», III«νευρολογική», IV «σωματομορφική», V «μικτής προέλευσης» και VI «άλλες».

Σωματομορφικός χαρακτηρίζεται ο κνησμός στον οποίον οι ψυχιατρικοί και ψυχοσωματικοί παράγοντες παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην έναρξή του, στην ένταση, στην επιδείνωση ή στην επιμονή του. Η διάγνωσή του βασίζεται σε θετικά και αρνητικά κριτήρια.

Επιδημιολογία του χρόνιου κνησμού

Ο χρόνιος κνησμός φαίνεται ότι αυξάνεται με την ηλικία, αλλά οι επιδημιολογικές μελέτες είναι περιορισμένες. Εκτιμάται ότι περίπου το 60% των ηλικιωμένων (>65 ετών) πάσχουν περιστασιακά από ήπιο έως σοβαρό κνησμό κάθε εβδομάδα, ο οποίος χαρακτηρίζεται «γεροντικός κνησμός» ή «κνησμός των υπερήλικων».

Επεισόδια οξέος κνησμού παρουσιάζει το 8-9% των ενηλίκων του γενικού πληθυσμού, ενώ ο χρόνιος κνησμός αφορά το 13,5% του γενικού ενήλικου πληθυσμού.

Επιπλέον ο κνησμός εκδηλώνεται σε πάσχοντες από χρόνιο πόνο. Σε ποσοστό 15% είναι άγνωστη η προέλευση του κνησμού.  Όλα τα άτομα που πάσχουν από Ατοπική Δερματίτιδα και Αλλεργική Κνίδωση έχουν κνησμό. Το 80% των πασχόντων από ψωρίαση, το 80-100% των πασχόντων από πρωτοπαθή Χολική Κίρρωση, το 40-70% των χρόνιων νεφροπαθών και το 30% των ασθενών με λέμφωμα Hodgkin παρουσιάζουν χρ. κνησμό.

Η ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΟΥ ΚΝΗΣΜΟΥ

  • ΚΝΗΣΜΟΣ ΣΕ ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΣ ΚΑΙ ΜΗ-ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΣ ΔΕΡΜΑ

Ο χρόνιος κνησμός εκδηλώνεται ως κοινό σύμπτωμα σε δερματοπάθειες με πρωτογενείς δερματικές βλάβες και σε συστηματικές νόσους χωρίς πρωτογενείς δερματικές βλάβες, αλλά δευτερογενείς ως αποτέλεσμα του ξυσίματος ή τριψίματος του δέρματος. Αρκετές φορές ο κνησμός προπορεύεται της εμφάνισης οποιουδήποτε άλλου συμπτώματος και της διάγνωσης του συστηματικού νοσήματος.

  • Ο ΚΝΗΣΜΟΣ ΣΕ ΝΟΣΟΥΣ ΤΩΝ ΝΕΦΡΩΝ

Η παθοφυσιολογία του κνησμού σ’ αυτές τις νόσους είναι άγνωστη. Έχουν ενοχοποιηθεί αυξημένες συγκεντρώσεις δισθενών ιόντων (ασβεστίου, μαγνησίου, κ.α.), αυξημένη παραθορμόνη (PTH), ισταμίνη και τρυπτάση, δυσλειτουργία των κεντρικών και περιφερικών νεύρων, το ξηρό δέρμα, κ.α. Πρόσφατες μελέτες ενοχοποιούν τη μικροφλεγμονή που προκαλείται από την ουραιμία.

  • Ο ΚΝΗΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑΤΙΚΕΣ ΝΟΣΟΥΣ

Ο κνησμός είναι πολύ συχνό σύμπτωμα σε ασθενείς με χολόσταση που οφείλεται σε μηχανική απόφραξη, σε μεταβολικές ή φλεγμονώδεις νόσους. Μπορεί να είναι πολύ σοβαρός και επίμονος και να προπορεύεται αρκετά πριν τη διάγνωση, π.χ. χρόνια πριν τη διάγνωση της πρωτοπαθούς χολικής κίρρωσης. Λιγότερο συχνός είναι σε λοιμώξεις του ήπατος (ηπατίτιδα Α, Β, C) ή σε τοξικές νόσους (π.χ. αλκοολισμός). Συνήθως είναι γενικευμένος, με χαρακτηριστική προσβολή των παλαμών και των πελμάτων. Διαφορετικοί πιθανοί παθογενετικοί μηχανισμοί και

  • Ο ΚΝΗΣΜΟΣ ΣΕ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΕΣ ΝΟΣΟΥΣ

Σημαντικός αριθμός ασθενών με Πρωτοπαθή Υπερπαραθυρεοειδισμό παραπονούνται για χρόνιο κνησμό, με άγνωστη όμως παθοφυσιολογία. Πιθανά η ένδεια της βιταμίνης D και των μετάλλων συμβάλλουν στην παρουσία του κνησμού.

Στον Υπερθυρεοειδισμό, στον Υποθυρεοειδισμό και στο Σακχαρώδη Διαβήτη υπάρχουν συχνές αναφορές χρόνιου κνησμού.

Οι διαταραχές της συγκέντρωσης σιδήρου στο αίμα μπορούν να προκαλέσουν χρόνιο κνησμό, τόσο η έλλειψη του (σιδηροπενία) όσο και η υπερεπάρκειά του (αιμοχρωμάτωση).

  • Ο ΚΝΗΣΜΟΣ ΣΕ ΚΑΚΟΗΘΕΙΣ ΝΟΣΟΥΣ

Πολλές κακοήθεις νόσοι (όγκοι, νόσοι του μυελού των οστών και λεμφοϋπερπλαστικές νόσοι) συνοδεύονται με κνησμό. Ο πιθανός μηχανισμός είναι η παραγωγή τοξικών προϊόντων από τον όγκο, οι αλλεργικές αντιδράσεις στα εκλυόμενα συστατικά και η άμεση επίδραση στον εγκέφαλο ή στα νεύρα (στους όγκους του νευρικού συστήματος).

Στην Αληθή Πολυκυτταραιμία περισσότεροι από 50% των ασθενών πάσχουν από χρόνιο κνησμό. Χαρακτηριστικά εκδηλώνουν «υδατογενή κνησμό» με αίσθημα νυγμών μετά από επαφή με νερό.

Στη νόσο Hodgkin ο κνησμός εκδηλώνεται αρχικά στα πόδια και είναι πιο έντονος τη νύχτα, γρήγορα όμως αποκτά γενικευμένο χαρακτήρα.

Οι ασθενείς με Καρκινοειδές Σύνδρομο συχνά βιώνουν κνησμό, flushing (άναμμα), διάρροια και καρδιακά συμπτώματα.

  • Ο ΚΝΗΣΜΟΣ ΣΕ ΛΟΙΜΩΔΕΙΣ ΝΟΣΟΥΣ

Η λοίμωξη με τον ιό HIV μπορεί να εκδηλώσει ένα κνησμώδες βλατιδώδες εξάνθημα ή ηωσινοφιλική θυλακίτιδα.

Πολλές παιδικές λοιμώδεις νόσοι εκδηλώνονται με κνησμώδες εξάνθημα, καθώς επίσης και ιογενείς λοιμώξεις ανεξαρτήτου ηλικίας των πασχόντων.

  • ΚΝΗΣΜΟΣ ΣΕ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ

Η Πολλαπλή Σκλήρυνση (Σκλήρυνση κατά Πλάκας), τα Αγγειακά Εγκεφαλικά Επεισόδια και οι εγκεφαλικοί όγκοι μπορούν, σπάνια, να εμφανίζουν γενικευμένο κνησμό. Ο εντοπισμένος κνησμός υποδηλώνει νευρική προέλευση, όπως κατά την πίεση κεντρικών ή περιφερικών νεύρων, όπως συμβαίνει μετά από λοίμωξη με έρπητα ζωστήρα, στη notalgia paraesthetica και στο brachioradial pruritus.

  • ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΣ ΧΡΟΝΙΟΣ ΚΝΗΣΜΟΣ

Σχεδόν όλα τα φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν κνησμό με διάφορους παθογενετικούς μηχανισμούς. Ορισμένα προκαλούν κνίδωση ή ποικιλόμορφα εξανθήματα με οξύ κνησμό. Άλλα μέσω της ηπατοτοξικότητας, της χολόστασης, της ξηροδερμίας ή της φωτοτοξικότητας μπορούν να προκαλέσουν χρόνιο κνησμό επί φυσιολογικού δέρματος. Το hydroxyethyl starch, χημική ουσία που χρησιμοποιείται για την αποκατάσταση υγρών, μπορεί να προκαλέσει χρόνιο γενικευμένο ή εντοπισμένο κνησμό, κνίδωση ή/και αναφυλακτικό σοκ.

Στον πίνακα που ακολουθεί αναφέρονται οι συνηθέστερες ομάδες φαρμάκων που προκαλούν ή συντηρούν χρόνιο κνησμό, χωρίς εξάνθημα.

ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ 

    ACE inhibitors (α-ΜΕΑ)

Captopril, Enalapril, Lisinopril

ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ

AT II antagonists (Ειδικοί ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ)

Irbesartan, Telmisartan, Valsartan

ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ

Clonidine, Doxazosin, Hydralazine, Methyldopa, Minoxidil, Prazosin, Reserpine

ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ

ΒΗΤΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΕΣ (beta blockers)

Acebutolol, Atenolol, Bisoprolol, Metoprolol, Nadolol, Pindolol, Propranolol

ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ

 (Calcium antagonists)

Amlodipine, Diltiazem, Felodipine, Isradipine, Nifedipine, Nimodipine, Nisoldipine, Verapamil

ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΑ (Diuretics)

Amiloride, Furosemide, Hydrochlorothiazide, Spironolactone, Triamterene

ΑΝΤΙΛΙΠΙΔΙΚΑ (Antilipids)

Chlofibrate, Fenofibrate, Fluvastatin, Lovastatin, Pravastatin, Simvastatin

ΔΙΑΣΤΟΛΕΙΣ ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ

(PLASMA EXPANDERS),

BLOOD SUPPLYING DRUGS

Hydroxyethyl starch,  Pentoxifylline

ΑΝΤΙΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΑ

(ANTICONVULSANTS)

Amitryptylin, Citalopram, Clomipramin, Desipramine, Doxepin, Fluoxetine, Fluvoxamine, Imipramine, Lithium, Maprotiline, Mirtazapine, Nortriptyline, Paroxetine, Sertraline

ΑΝΤΙΕΠΙΛΗΠΤΙΚΑ

(ANTICONVULSANTS)

Carbamazepine, Valproic acid, Topiramate, Phenobarbital, Phenytoin,  Clonazepam, Gabapentin, Gabapentin, Lamotrigine

ΝΕΥΡΟΛΗΠΤΙΚΑ

(NEUROLEPTICS)

Chlorpromazine,  Haloperidol, Risperidone

ΟΡΜΟΝΕΣ (HORMONES)

Clomifene, Danazol,

 Oral Contraceptives (αντισυλληπτικά), Estrogens (οιστρογόνα),

 Progesterone (προγεστερόνη),

Steroids (στεροειδή), Testosterone and Derivatives (τεστοστερόνη και παράγωγά της), Tamoxifen

ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΑ (Tranquillizers)

Alprazolam, Chlordiazepoxide, Lorazepam, Oxazepam, Prazepam

ANTIBIOTIKA (Antibiotics)

Amoxicillin, Ampicillin, Cefotaxime, Ceftriaxone, Chloramphenicol, Ciprofloxacin, Clarithromycin, Clindamycin, Cotrimoxazole, Erythromycin, Gentamycin, Metronidazole, Minocycline, Ofloxacin, Penicillin, Tetracycline

ΑΝΟΣΟΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ

(IMMUNOSUPPRESSIVE DRUGS)

Cyclophosphamide, Cyclosporine, Methotrexate, Mycophenolatmofetil, Tacrolimus, Thalidomide

ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΟΥΡΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ

(Uricostatics)

Allopurinol, Colchicine, Probenecid, Tiopronin

ΑΝΤΙΦΛΕΓΜΟΝΩΔΗ ΦΑΡΜΑΚΑ

(Anti-inflammatory drugs)

Acetylsalicylic acid (Aspirin, Salospir), Celecoxib, Diclofenac, Ibuprofen, Indometacin, Ketoprofen, Naproxen, Piroxicam

ΑΝΤΙΔΙΑΒΗΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ

(Antidiabetic drugs)

Glimepiride, Metformin, Tolbutamide

ΒΡΟΓΧΟΔΙΑΣΤΑΛΤΙΚΑ(Bronchodilators) , ΒΛΕΝΝΟΛΥΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ (mucolytic agents) , ΔΙΕΓΕΡΤΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ respiratory stimulants)

Aminophylline, Doxapram, Ipratropiun bromide, Salmeterol, Terbutaline

ΑΝΤΙΑΡΡΥΘΜΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ (Antiarrhythmic  agents)

Amiodarone, Disopyramide, Flecainide

Privacy Preferences
When you visit our website, it may store information through your browser from specific services, usually in form of cookies. Here you can change your privacy preferences. Please note that blocking some types of cookies may impact your experience on our website and the services we offer.